- κηκιδοφόρος
- κηκιδοφόροςbearing gall-nutsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηκιδοφόρος — κηκιδοφόρος, ον (Α) (για βαλανιδιές) αυτός που έχει κηκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηκίς, ῖδος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
βελανιδιά — Γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα) με περίπου 200 είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Η β., που επιστημονικά ονομάζεται δρυς, είναι γνωστή σε πολλά είδη και ποικιλίες. Κάθε είδος… … Dictionary of Greek